-
1 καταρρυθμίζω
A bring into rhythm, Hld.3.3; τὰ κατερρυθμισμένα passages over-rhythmical, Longin.41.2: metaph., κ. τινὰ (neut.)ἐς τὴν τοῦ δικαίου δόξαν Philostr.VA7.18
:—[voice] Pass.,γέροντα εἰς βίον ἥμερον Ath.5.179a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρρυθμίζω
-
2 συνηγορέω
συνηγορ-έω, [dialect] Aeol. [full] συνᾱγορέω IG12(2).526b31 (Eresus, iv B.C.): [tense] aor. inf. misspeltA- ᾶσαι PAmh.2.33.20
,32, part. written correctly -ήσας, -ήσαντες, ib.34, 31 (ii B.C.):— plead in court, Pl.Lg. 937a, PAmh. ll. cc., etc.; ἐπὶ μισθῷ τινι ς. Arist.Rh.Al. 1444a20; σ. τινί to be his advocate, plead his cause, Ar.Ach. 685, Aeschin.2.15, etc.; [ τᾷ πόλι] IG l.c.: c. dat. rei,πονηρῷ πράγματι Isoc.1.37
;ὑπὲρ τοῦ δικαίου D.51.18
;ὑπὲρ Εὐκτήμονος Arist.Rh. 1374b36
; σ. περὶ τῶν ἀριστείων τῇ ἡδονῇ advocate its claims to the first place, Id.EN 1101b28;σ. εἰς τὸ πάντα πραχθῆναι τὰ συμφέροντα τῷ δήμῳ IG22.844.14
:—[voice] Pass., οἱ -γορούμενοι ὑπ' ἐμοῦ my clients, PHamb.29.11 (i A.D.);ἐνδέχεται.. τὴν δόξαν οὐκ ὀρθῶς συνηγορεῖσθαι Gal.15.36
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνηγορέω
См. также в других словарях:
καταρ(ρ)υθμίζω — (Α) 1. δίνω σε κάτι ρυθμό και συμμετρία 2. κατευθύνω κάποιον σε κάτι («καταρρυθμίζειν τινὰ ἐς τὴν τοῡ δικαίου δόξαν», Φιλόστρ.) 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατερρυθμισμένος, η, ον ρυθμικός … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия
φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek